λαμπάδιασμα

λαμπάδιασμα
το загорание, вспыхивание; вспышка пламени

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λαμπάδιασμα" в других словарях:

  • λαμπάδιασμα — το [λαμπαδιάζω] 1. το να φλέγεται κάτι 2. το φούντωμα τής φωτιάς 3. ολοκληρωτικό κάψιμο …   Dictionary of Greek

  • λαμπάδιασμα — το ατος, η μεγάλη φλόγα, το κάψιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλογοβόλημα — το, ατος εκπομπή φλογών, φλογοβολή, λαμπάδιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»